μιγάς

μιγάς
και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, -άδος, ὁ και ἡ)
αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῡ» Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και ιδίως εκείνων με σαφώς διαφορετικό χρώμα τού δέρματος
2. ζωοτ. ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές τού ίδιου είδους
3. μαθημ. αριθμός ο οποίος σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. μιγαδικός αριθμός
αρχ.
μιξοβάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- τού μίγνυμι / μείγνυμι + επίθημα -αδ-ς, άδος (πρβλ. κρεμ-άς, μαιν-άς), πρβλ. και μτχ. φυγ-άς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιγάς — mixed pell mell masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδα — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδας — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδες — μιγάς mixed pell mell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδεσσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδος — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδων — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”